- άσπουδος
- ἄσπουδος, -ον (Α) [σπουδή]Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος3. ο αμελής, ο ράθυμοςII. επίρρ. ἀσπούδωςχωρίς φροντίδα, αμελώς.
Dictionary of Greek. 2013.